Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος




Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσῆς καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. Μὲ τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνακαινισμένος. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.
Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600 μ.Χ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα»καὶ τὸ «Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του.
Κατ’ ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Μάρτυρας



Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβίνος ἢ Σαβινιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερό του ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά του.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284 – 305 μ.Χ.) διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανὸς ἀναζήτησε τὸν Ἅγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συλλάβει, διότι κήρυττε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦσαν στήριγμα καὶ παραμυθία τους, τὸν ἔπεισαν νὰ προφυλάξει τὴν ζωή του πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκε σὲ κάποιο οἴκημα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη.
Κάποια μέρα προσῆλθε στὸν Ἅγιο ἕνας πτωχός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ζήτησε τροφή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐλέησε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὡς ἄλλος Ἰούδας, εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες: «Τί μοῦ δίδετε; Καὶ ἐγὼ θὰ ὑποδείξω σὲ ἐσᾶς τὸν Σαβίνο, ποὺ ζητᾶτε». Καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν σὲ αὐτὸν δύο νομίσματα. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἔφθασαν στὸ οἴκημα, συνέλαβαν τὸν Σαβίνο, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀρειανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν ἐπὶ ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τὶς σάρκες καί, τέλος, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 287 μ.Χ.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης



Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης γεννήθηκε στὴ Λυκία τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ., ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ταπεινοὺς γονεῖς καὶ ἐκ βρέφους ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν παρασυρόμενος ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ αἱρετικοῦ ψευδοπατριάρχου Θεοδοσίου, φανατικοῦ μονοφυσίτου Αἰγυπτίου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου Ἰουβεναλίου (422 – 453 μ.Χ.), βοηθούμενος καὶ ὑπὸ τῆς βασιλίσσης Εὐδοκίας, κατόρθωσε νὰ καταλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καὶ νὰ προβεῖ σὲ ἀνεκδιήγητες σκληρότητες ἐπὶ εἴκοσι μῆνες (451 – 453 μ.Χ.). Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ πανίερος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως ἔγινε θέατρο ἀπερίγραπτων σκηνῶν καὶ ἐπὶ πλέον ἡ ταραχὴ ἐξαπλώθηκε ἀνὰ τὴν Παλαιστίνη.
Οἱ Μονοφυσίτες δὲν παραδέχονται ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἑνωθεῖ ἡ Θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», ἀλλὰ ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρώπινη φύση Του καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία φύση.
Γρήγορα ὅμως ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κατάλαβε τὸ λάθος του, ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος μὲ καλὴ προαίρεση καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Εἶχε τὴν καλὴ συνήθεια νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ συμβουλεύεται γιὰ πνευματικὰ θέματα ἁγιασμένους ἀνθρώπους. Ἀπὸ ἕναν λόγιο ἀσκητή, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐθύμιος καὶ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, διδάχθηκε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, κατάλαβε τὸ λάθος του καὶ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία.
Στὴ συνέχεια ἐκάρη, τὸ ἔτος 451 μ.Χ., μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἀσκήθηκε μὲ ἡσυχία. Ἀργότερα, ὅταν συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοὶ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν τὴ φωτισμένη καθοδήγησή του, ἵδρυσε κοινοβιακὴ μονὴ κοντὰ στὴν πόλη Βαϊθαγλά.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἦταν αὐστηρός, ἀλλὰ μόνο στὸν ἑαυτό του. Στοὺς ἄλλους ἦταν εὐπροσήγορος καὶ ἐπιεικής. Ἔτρωγε λίγο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νά συντηρεῖται στὴ ζωὴ καὶ κοιμόταν, ἐπίσης, πολὺ λίγο. Μάλιστα δίδασκε ὅτι ὅποιος θέλει νὰ ζήσει περισσότερο πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο, διότι ὁ πολὺς ὕπνος κάνει τὸ σῶμα τρυφηλὸ καὶ ἄρα ἀνίσχυρο στοὺς κόπους καὶ εὐάλωτο στὶς ἀθένειες.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Γερασίμου γιὰ τὸν ὕπνο εἶναι οὐσιαστικὰ λόγος γιὰ τὴν ἄσκηση. Μὲ τὸν περιορισμὸ τοῦ ὕπνου καὶ μὲ τὴν ἐγκράτεια, συνηθίζει ἡ σάρκα (τὸ σαρκικὸ φρόνημα) νὰ ὑποτάσσεται στὸ πνεῦμα. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἰδίως μὲ τὴ μονολόγιστη εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με», ὁ νοῦς συγκεντρώνεται στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι ἡ φυσική του θέση καὶ ἀποκτᾶ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Σεβαστείας




Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.). Σπούδασε ἰατρική, ἀλλὰ προσέφερε χωρὶς χρήματα τὶς ὑπηρεσίες του, ὡς φιλανθρωπία, στοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ βοήθεια χορηγοῦσε δωρεὰν στοὺς ἀσθενεῖς τὰ φάρμακα καὶ τοὺς ἔδινε τὰ ἔξοδα τῆς νοσηλείας τους. Ἡ φιλανθρωπική του δραστηριότητα καλλιεργεῖτο στὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ Ἐκκλησία τὸν δέχθηκε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Σεβαστείας.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λικινίου, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τὸν συνέβαλε καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς μὲ ραβδιά, τὸν κρέμασαν ἀπὸ ξύλο καὶ στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν δεμένο στὴν φυλακή. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν στὸν βυθὸ μιᾶς λίμνης. Ὅμως ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, διασώθηκε. Ἐξοργισθέντες τότε οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι, ὁ Ἱερομάρτυς Βλάσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν κοντὰ στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Φιλίππου.


ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ

Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ἱερομάρτυρας



Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ἦταν ἱερεὺς στὴ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου (193 – 211 μ.Χ.). Ὅταν τὸ ἔτος 198 μ.Χ. ὁ Σέβηρος ἐξαπέλυσε ἀπηνὴ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος τῆς Μαγνησίας Λουκιανός, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὅμως ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ ἀντίθετα ὁμολόγησε στὸν ἔπαρχο τὴν προσήλωσή του στὸν Χριστὸ καὶ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι σὲ ὁποιοδήποτε βασανιστήριο καὶ νὰ ὑποβληθεῖ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἡ σκοτισμένη καὶ σαρκικὴ ψυχὴ τοῦ Λουκιανοῦ ἐπέτεινε τὴν ὀργή της καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὸ γέροντα ἱερέα. Πρῶτα τὸν γύμνωσαν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Λουκιανός, παίρνοντας τὸ ξίφος του προσπάθησε νὰ πληγώσει τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ἀποκόπηκαν τὰ χέρια του καὶ ἔμειναν κρεμασμένα στὸ σῶμα τοῦ Ἱερομάρτυρα καὶ μόνο ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου συγκολλήθηκαν αὐτὰ πάλι στὸ σῶμα καὶ ὁ ἡγεμόνας κατέστη ὑγιής. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δημίους πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Μὲ τὸ ζόφο στὸ νοῦ καὶ μὲ τὴ θηριωδία στὴν καρδιά, ὁ ἔπαρχος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διαπομπεύσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σύρουν διὰ μέσου τῆς πόλεως μὲ χαλινάρι. Τέλος, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ μαρτύριό του ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Τμήματα τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσονται στὴ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων καὶ στὸν ὁμώνυμο προσκυνηματικὸ ναὸ τῆς κωμοπόλεως Θεσπιῶν τῆς Βοιωτίας.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Ὁ Ἅγιος Τρύφων ὁ Μάρτυρας



Ὁ Ἅγιος Τρύφων καταγόταν ἀπὸ τὴ Λάμψακο τῆς ἐπαρχίας Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.), Φιλίππου (244 – 249 μ.Χ.) καὶ Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ πτωχὴ οἰκογένεια καὶ στὴν παιδική του ἡλικία, ἔβοσκε χῆνες γιὰ νὰ ζήσει. Συγχρόνως ὅμως μελετοῦσε μὲ ζῆλο τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἦταν πολὺ φιλακόλουθος. Ἔτσι, σιγὰ – σιγὰ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐσεβὴ φιλομάθειά του, κατόρθωσε ὄχι μόνο νὰ διδαχθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Γρήγορα ἡ εὐσεβὴς ψυχή του δέχθηκε τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ. Ὅμως ὁ Ἅγιος θεράπευε ὄχι μόνο κάθε ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ ἐλευθέρωνε τὶς μολυσμένες ἀπὸ τὰ δαιμόνια ψυχές.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Γορδιανὸς πληροφορήθηκε γιὰ τὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες τοῦ Τρύφωνος, τὸν ἀναζήτησε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἄρρωστη θυγατέρα του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ στρατιῶτες τὸν βρῆκαν στὴν κωμόπολη τῆς Σαμψάκου νὰ φροντίζει τὶς χῆνες στὴν παρακείμενη λίμνη καὶ ἀμέσως τὸν πῆραν μαζί τους. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἀναφέρει ὅτι μόλις ὁ Ἅγιος πλησίαζε στὴν Ρώμη τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε ἡ θυγατέρα τοῦ Γορδιανοῦ, κραύγαζε ὅτι δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κατοικεῖ μέσα της. Οἱ ἔπαρχοι Πομπιανὸς καὶ Πρετεξτάτος τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἐκεῖνος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας του. Καὶ πράγματι, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου, ἡ θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ ἕξι ἡμέρες προσευχῆς ἀποκάλυψε τὰ κακὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἤσαν παρόντες δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ πίστεψαν σὲ Αὐτόν.

Οἱ Ἅγιοι Κύρος καὶ Ἰωάννης οἱ Θαυματουργοί Ἀνάργυροι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Ἀθανασία, Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία οἱ Μάρτυρες




Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κύρος καὶ Ἰωάννης ἄθλησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Κύρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.
Ὅταν ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Ἅγιος Κύρος πῆγε σὲ ἕνα παραθαλάσσιο τόπο τῆς Ἀραβίας καί, ἀφοῦ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, κατοίκησε στὸν τόπο αὐτό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος Κύρος. Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ διάφορες φῆμες ἔμαθε ποῦ διέμενε ὁ Ἅγιος Κύρος, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ ἔμεινε μαζί του. Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), διότι οἱ Ἅγιοι θεράπευσαν τὰ μάτια του.
Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ διωγμοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία, ποὺ ἦταν χήρα, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία. Ἡ εἴδηση τάραξε τὸν Κύρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως αὐτὲς δειλιάσουν ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως τῆς γυναίκας, ἔσπευσαν κοντά τους καὶ ἔδιναν σὲ αὐτὲς θάρρος, ἐνῶ παράλληλα προετοιμάζονταν καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ πράγματι, συνελήφθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα.
Ἐκεῖ διακήρυξαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Μάταια ὁ ἡγεμόνας ζητοῦσε νὰ κάμψει τὴν ἀνδρεία τῆς μητέρας, δείχνοντας σὲ αὐτὴ τὶς θυγατέρες της καὶ ἐπιρρίπτοντάς της τὴν ἐνοχή. Ἐκείνη, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὶς θυγατέρες της, τὶς ἐνίσχυε λέγουσα ὅτι ἡ σωματικὴ ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, ἐνῶ στὴν αἰωνιότητα διατηρεῖται ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀθάνατη. Αὐτὲς δὲ ἔλεγαν πρὸς τὴν μητέρα τους ὅτι αἰσθάνονταν μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο μαζί της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν χωρισθοῦν ποτὲ ἀπὸ κοντά της. Ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ τοὺς ὑποβάλουν σὲ πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια. Μετὰ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους τὸν Ἅγιο Κύρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ ἔτος 292 μ.Χ.. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της. Τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο αὐτῶν ἔγραψε ὁ Σωφρόνιος ὁ Σοφιστής.